Ἕλληνα

Ἕλληνα
Ἕλλην
the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἕλλην' — Ἕλληνα , Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem acc sg Ἕλληνι , Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem dat sg Ἕλληνε , Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Phi — Phi Inhaltsverzeichnis 1 Φάγε, πίε, εὐφραίνου. 2 φησὶν σιωπῶν …   Deutsch Wikipedia

  • καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… …   Dictionary of Greek

  • πύρρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, σύζυγος του Δευκαλίωνα, μητέρα του Έλληνα, του Άμφικτίονα και της Πρωτογένειας. 2. Κόρη του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας, και αδελφή της Ηνιόχης. 3. Άλλη ονομασία της Δηιδάμειας,… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Αϊσέ — I (1694 – 1733). Κιρκάσια πριγκίπισσα. Αιχμαλωτίστηκε σε παιδική ηλικία από τους Τούρκους σε επιδρομή εναντίον της πατρίδας της και πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης. Αγοράστηκε προς 1.500 φράγκα της εποχής από τον κόμη Ντε Φεριόλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”